- Κιλικιαρχία
- Κῐλῐκ-ῐαρχία, ἡ,A presidency of the provincial council of Cilicia, OGI 578.13 (pl., Tarsus, iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κιλικ(ι)αρχία — Κιλικ(ι)αρχία, ἡ (Α) η προεδρία τής συνόδου τών πόλεων τής Κιλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Κιλικαρχία < Κιλικάρχης, ενώ ο τ. Κιλικιαρχία < Κιλικία + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek